- φθάρμα
- φθάρ-μα, ατος, τό,A corruption, LXXLe.22.25.II outcast, castaway, J.BJ5.10.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθάρμα — άρματος, τὸ, Α 1. φθορά, καταστροφή 2. καθετί που προξενεί καταστροφή 3. μτφ. (για πρόσ.) διεφθαρμένο άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
φθαρμάτων — φθάρμα corruption neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθάρματα — φθάρμα corruption neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
ԽԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0940 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 14c գ. λοβή, βλαβή, φθάρμα mutilatio, jactura, corruptio, vitium. Խեղ գոլն. պակասութիւն կամ տգեղութիւն անդամոց. եւս եւ Ապականութիւն. Վնաս, արատ, ախտ՝ մարմնոյ կամ հոգւոյ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)